Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνάλγητος
ἀναλδής
ἀναλέγω
ἀναλείχω
ἀνάληψις
ἀναλθής
ἀνάλιος
ἀνάλιπος
ἀναλίσκω
ἀνάλκεια
ἄναλκις
ἀνάλλομαι
ἄναλμος
ἀναλογία
ἀναλογίζομαι
ἀναλογισμός
ἀνάλογος
ἄναλτος
ἀνάλυσις
ἀναλυτήρ
ἀναλύω
View word page
ἄναλκις
ἄναλκις ἀλκή without strength, impotent, feeble, of unwarlike persons, Hom., Aesch., etc.

ShortDef

without strength, impotent, feeble

Debugging

Headword:
ἄναλκις
Headword (normalized):
ἄναλκις
Headword (normalized/stripped):
αναλκις
IDX:
2315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2316
Key:
a)/nalkis

Data

{'content': 'ἄναλκις\n ἀλκή\n without strength, impotent, feeble, of unwarlike persons, Hom., Aesch., etc.', 'key': 'a)/nalkis'}