Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀμματόω
ὄμνυμι
ὁμοβώμιος
ὁμογάλακτες
ὁμόγαμος
ὁμογάστριος
ὁμογενέτωρ
ὁμογενής
ὁμογέρων
ὁμόγλωσσος
ὁμόγνιος
ὁμογνωμονέω
ὁμογνώμων
ὁμόγονος
ὁμόδαμος
ὁμοδέμνιος
ὁμόδημος
ὁμοδίαιτος
ὁμοδοξέω
ὁμοδοξία
ὁμόδοξος
View word page
ὁμόγνιος
ὁμόγνιος ὁμό-γνιος, ον, contr. for ὁμογένιος ὁμός, γένος of the same race: ὁμόγν. θεοί gods who protect a race or family, Lat. Dii gentilitii, Soph.; Ζεὺς ὁμ. Eur. Ar.

ShortDef

of the same race

Debugging

Headword:
ὁμόγνιος
Headword (normalized):
ὁμόγνιος
Headword (normalized/stripped):
ομογνιος
IDX:
23134
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23157
Key:
o(mo/gnios

Data

{'content': 'ὁμόγνιος\n ὁμό-γνιος, ον,\n contr. for ὁμογένιος\n ὁμός, γένος\n of the same race: ὁμόγν. θεοί gods who protect a race or family, Lat. Dii gentilitii, Soph.; Ζεὺς ὁμ. Eur. Ar.', 'key': 'o(mo/gnios'}