Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὄμμα
ὀμματοστερής
ὀμματόω
ὄμνυμι
ὁμοβώμιος
ὁμογάλακτες
ὁμόγαμος
ὁμογάστριος
ὁμογενέτωρ
ὁμογενής
ὁμογέρων
ὁμόγλωσσος
ὁμόγνιος
ὁμογνωμονέω
ὁμογνώμων
ὁμόγονος
ὁμόδαμος
ὁμοδέμνιος
ὁμόδημος
ὁμοδίαιτος
ὁμοδοξέω
View word page
ὁμογέρων
ὁμογέρων ὁμο-γέρων, οντος, one equally aged, Luc.

ShortDef

one equally aged

Debugging

Headword:
ὁμογέρων
Headword (normalized):
ὁμογέρων
Headword (normalized/stripped):
ομογερων
IDX:
23132
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23155
Key:
o(moge/rwn

Data

{'content': 'ὁμογέρων\n ὁμο-γέρων, οντος,\n one equally aged, Luc.', 'key': 'o(moge/rwn'}