Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀμιχέω
ὀμίχλη
ὄμμα
ὀμματοστερής
ὀμματόω
ὄμνυμι
ὁμοβώμιος
ὁμογάλακτες
ὁμόγαμος
ὁμογάστριος
ὁμογενέτωρ
ὁμογενής
ὁμογέρων
ὁμόγλωσσος
ὁμόγνιος
ὁμογνωμονέω
ὁμογνώμων
ὁμόγονος
ὁμόδαμος
ὁμοδέμνιος
ὁμόδημος
View word page
ὁμογενέτωρ
ὁμογενέτωρ , ορος, ὁ, an own brother, Eur. Phoen. 165 (lyr.)[LSJ supp.]

ShortDef

an own brother

Debugging

Headword:
ὁμογενέτωρ
Headword (normalized):
ὁμογενέτωρ
Headword (normalized/stripped):
ομογενετωρ
IDX:
23130
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23153
Key:
o(mogene/twr

Data

{'content': 'ὁμογενέτωρ\n , ορος, ὁ,\n\n an own brother, Eur. Phoen. 165 (lyr.)[LSJ supp.]', 'key': 'o(mogene/twr'}