Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὁμιλητός
ὁμιλία
ὅμιλος
ὀμιχέω
ὀμίχλη
ὄμμα
ὀμματοστερής
ὀμματόω
ὄμνυμι
ὁμοβώμιος
ὁμογάλακτες
ὁμόγαμος
ὁμογάστριος
ὁμογενέτωρ
ὁμογενής
ὁμογέρων
ὁμόγλωσσος
ὁμόγνιος
ὁμογνωμονέω
ὁμογνώμων
ὁμόγονος
View word page
ὁμογάλακτες
ὁμογάλακτες γάλα persons suckled with the same milk, foster-brothers or sisters, clansmen, Arist.
ShortDef
persons suckled with the same milk, foster-brothers
Debugging
Headword:
ὁμογάλακτες
Headword (normalized):
ὁμογάλακτες
Headword (normalized/stripped):
ομογαλακτες
IDX:
23127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23150
Key:
o(moga/laktes
Data
{'content': 'ὁμογάλακτες\n γάλα\n persons suckled with the same milk, foster-brothers or sisters, clansmen, Arist.', 'key': 'o(moga/laktes'}