Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀναλγής
ἀνάλγητος
ἀναλδής
ἀναλέγω
ἀναλείχω
ἀνάληψις
ἀναλθής
ἀνάλιος
ἀνάλιπος
ἀναλίσκω
ἀνάλκεια
ἄναλκις
ἀνάλλομαι
ἄναλμος
ἀναλογία
ἀναλογίζομαι
ἀναλογισμός
ἀνάλογος
ἄναλτος
ἀνάλυσις
ἀναλυτήρ
View word page
ἀνάλκεια
ἀνάλκεια From ἄναλκις want of strength, feebleness, Epic dat. pl. ἀναλκείησι Il.; sg. ἀναλκίη with ῑ] Theogn.

ShortDef

want of strength, feebleness

Debugging

Headword:
ἀνάλκεια
Headword (normalized):
ἀνάλκεια
Headword (normalized/stripped):
αναλκεια
IDX:
2314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2315
Key:
a)na/lkeia

Data

{'content': 'ἀνάλκεια\n From ἄναλκις\n want of strength, feebleness, Epic dat. pl. ἀναλκείησι Il.; sg. ἀναλκίη with ῑ] Theogn.', 'key': 'a)na/lkeia'}