Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὁμίλημα
ὁμιλητέος
ὁμιλητής
ὁμιλητός
ὁμιλία
ὅμιλος
ὀμιχέω
ὀμίχλη
ὄμμα
ὀμματοστερής
ὀμματόω
ὄμνυμι
ὁμοβώμιος
ὁμογάλακτες
ὁμόγαμος
ὁμογάστριος
ὁμογενέτωρ
ὁμογενής
ὁμογέρων
ὁμόγλωσσος
ὁμόγνιος
View word page
ὀμματόω
ὀμματόω ὀμμᾰτόω, fut. -ώσω ὄμμα to furnish with eyes:—Pass., φρὴν ὠμματωμένη a mind furnished with eyes, quick of sight, Aesch.

ShortDef

to furnish with eyes

Debugging

Headword:
ὀμματόω
Headword (normalized):
ὀμματόω
Headword (normalized/stripped):
ομματοω
IDX:
23124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23147
Key:
o)mmato/w

Data

{'content': 'ὀμματόω\n ὀμμᾰτόω,\n fut. -ώσω\n ὄμμα\n to furnish with eyes:—Pass., φρὴν ὠμματωμένη a mind furnished with eyes, quick of sight, Aesch.', 'key': 'o)mmato/w'}