Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὁμιληδόν
ὁμίλημα
ὁμιλητέος
ὁμιλητής
ὁμιλητός
ὁμιλία
ὅμιλος
ὀμιχέω
ὀμίχλη
ὄμμα
ὀμματοστερής
ὀμματόω
ὄμνυμι
ὁμοβώμιος
ὁμογάλακτες
ὁμόγαμος
ὁμογάστριος
ὁμογενέτωρ
ὁμογενής
ὁμογέρων
ὁμόγλωσσος
View word page
ὀμματοστερής
ὀμματοστερής ὀμμᾰτο-στερής, ές στερέω bereft of eyes, Soph., Eur. act. depriving of eyes, φλογμὸς ὀμμ. φυτῶν heat that robs plants of their eyes or buds, Aesch.

ShortDef

bereft of eyes

Debugging

Headword:
ὀμματοστερής
Headword (normalized):
ὀμματοστερής
Headword (normalized/stripped):
ομματοστερης
IDX:
23123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23146
Key:
o)mmatosterh/s

Data

{'content': 'ὀμματοστερής\n ὀμμᾰτο-στερής, ές\n στερέω\n bereft of eyes, Soph., Eur.\n act. depriving of eyes, φλογμὸς ὀμμ. φυτῶν heat that robs plants of their eyes or buds, Aesch.', 'key': 'o)mmatosterh/s'}