Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὁμιλαδόν
ὁμιλέω
ὁμιληδόν
ὁμίλημα
ὁμιλητέος
ὁμιλητής
ὁμιλητός
ὁμιλία
ὅμιλος
ὀμιχέω
ὀμίχλη
ὄμμα
ὀμματοστερής
ὀμματόω
ὄμνυμι
ὁμοβώμιος
ὁμογάλακτες
ὁμόγαμος
ὁμογάστριος
ὁμογενέτωρ
ὁμογενής
View word page
ὀμίχλη
ὀμίχλη , ἡ, a mist, fog, (not so thick as νέφος or νεφέλη) , Il.; κονίης ὀμίχλη a cloud of dust, Il. metaph. a mist over the eyes, Aesch.: darkness, gloom, Anth.

ShortDef

mist, fog

Debugging

Headword:
ὀμίχλη
Headword (normalized):
ὀμίχλη
Headword (normalized/stripped):
ομιχλη
IDX:
23121
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23144
Key:
o(mi/xlh

Data

{'content': 'ὀμίχλη\n , ἡ,\n a mist, fog, (not so thick as νέφος or νεφέλη) , Il.; κονίης ὀμίχλη a cloud of dust, Il.\n metaph. a mist over the eyes, Aesch.: darkness, gloom, Anth.', 'key': 'o(mi/xlh'}