Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ο
ὁμιλαδόν
ὁμιλέω
ὁμιληδόν
ὁμίλημα
ὁμιλητέος
ὁμιλητής
ὁμιλητός
ὁμιλία
ὅμιλος
ὀμιχέω
ὀμίχλη
ὄμμα
ὀμματοστερής
ὀμματόω
ὄμνυμι
ὁμοβώμιος
ὁμογάλακτες
ὁμόγαμος
ὁμογάστριος
ὁμογενέτωρ
View word page
ὀμιχέω
ὀμιχέω .ὀμῑχέω, Lat. mingo, to make water, Hes.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀμιχέω
Headword (normalized):
ὀμιχέω
Headword (normalized/stripped):
ομιχεω
IDX:
23120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23143
Key:
o)mixe/w

Data

{'content': 'ὀμιχέω\n .ὀμῑχέω,\n \n Lat. mingo, to make water, Hes.', 'key': 'o)mixe/w'}