Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ὁμηρικός
Ὅμηρος
ὅμηρος
ο
ὁμιλαδόν
ὁμιλέω
ὁμιληδόν
ὁμίλημα
ὁμιλητέος
ὁμιλητής
ὁμιλητός
ὁμιλία
ὅμιλος
ὀμιχέω
ὀμίχλη
ὄμμα
ὀμματοστερής
ὀμματόω
ὄμνυμι
ὁμοβώμιος
ὁμογάλακτες
View word page
ὁμιλητός
ὁμιλητός ὁμῑλητός, ή, όν ὁμιλέω with whom one may consort, οὐχ ὁμιλητός unapproachable, Aesch.

ShortDef

with whom one may consort

Debugging

Headword:
ὁμιλητός
Headword (normalized):
ὁμιλητός
Headword (normalized/stripped):
ομιλητος
IDX:
23117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23140
Key:
o(milhto/s

Data

{'content': 'ὁμιλητός\n ὁμῑλητός, ή, όν\n ὁμιλέω\n with whom one may consort, οὐχ ὁμιλητός unapproachable, Aesch.', 'key': 'o(milhto/s'}