Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀναλάμπω
ἀναλγησία
ἀναλγής
ἀνάλγητος
ἀναλδής
ἀναλέγω
ἀναλείχω
ἀνάληψις
ἀναλθής
ἀνάλιος
ἀνάλιπος
ἀναλίσκω
ἀνάλκεια
ἄναλκις
ἀνάλλομαι
ἄναλμος
ἀναλογία
ἀναλογίζομαι
ἀναλογισμός
ἀνάλογος
ἄναλτος
View word page
ἀνάλιπος
ἀνάλιπος Doric for ἀν-ήλιπος.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀνάλιπος
Headword (normalized):
ἀνάλιπος
Headword (normalized/stripped):
αναλιπος
IDX:
2312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2313
Key:
a)na/lipos
Data
{'content': 'ἀνάλιπος\n Doric for ἀν-ήλιπος.', 'key': 'a)na/lipos'}