Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὅμαυλος
ὀμβρέω
ὄμβριος
ὀμβροδόκος
ὀμβροκτύπος
ὄμβρος
ὀμβροφόρος
ὁμείρομαι
ὅμευνος
ὁμέψιος
ὁμηγερής
ὁμηγυρής
ὁμηγυρίζομαι
ὁμήγυρις
ὁμηλικία
ὁμῆλιξ
ὁμηρεία
Ὁμήρειον
Ὁμήρειος
ὁμήρευμα
ὁμηρεύω
View word page
ὁμηγερής
ὁμηγερής ὁμ-ηγερής, ές ὁμός, ἀγείρω assembled, ὁμηγερέεσσι θεοῖσι (Epic dat. pl.) Il.
ShortDef
assembled
Debugging
Headword:
ὁμηγερής
Headword (normalized):
ὁμηγερής
Headword (normalized/stripped):
ομηγερης
IDX:
23094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23117
Key:
o(mhgerh/s
Data
{'content': 'ὁμηγερής\n ὁμ-ηγερής, ές\n ὁμός, ἀγείρω\n assembled, ὁμηγερέεσσι θεοῖσι (Epic dat. pl.) Il.', 'key': 'o(mhgerh/s'}