Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὁμαυλία
ὅμαυλος
ὀμβρέω
ὄμβριος
ὀμβροδόκος
ὀμβροκτύπος
ὄμβρος
ὀμβροφόρος
ὁμείρομαι
ὅμευνος
ὁμέψιος
ὁμηγερής
ὁμηγυρής
ὁμηγυρίζομαι
ὁμήγυρις
ὁμηλικία
ὁμῆλιξ
ὁμηρεία
Ὁμήρειον
Ὁμήρειος
ὁμήρευμα
View word page
ὁμέψιος
ὁμέψιος ὁμ-έψιος, ον, ἑψία playing together, a playmate, Anth.
ShortDef
playing together, a playmate
Debugging
Headword:
ὁμέψιος
Headword (normalized):
ὁμέψιος
Headword (normalized/stripped):
ομεψιος
IDX:
23093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23116
Key:
o(me/yios
Data
{'content': 'ὁμέψιος\n ὁμ-έψιος, ον,\n ἑψία\n playing together, a playmate, Anth.', 'key': 'o(me/yios'}