Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὁμαῦλαξ
ὁμαυλία
ὅμαυλος
ὀμβρέω
ὄμβριος
ὀμβροδόκος
ὀμβροκτύπος
ὄμβρος
ὀμβροφόρος
ὁμείρομαι
ὅμευνος
ὁμέψιος
ὁμηγερής
ὁμηγυρής
ὁμηγυρίζομαι
ὁμήγυρις
ὁμηλικία
ὁμῆλιξ
ὁμηρεία
Ὁμήρειον
Ὁμήρειος
View word page
ὅμευνος
ὅμευνος ὅμ-ευνος, ον, εὐνη a partner of the bed, consort, both of the man and woman, Anth.

ShortDef

a partner of the bed, consort

Debugging

Headword:
ὅμευνος
Headword (normalized):
ὅμευνος
Headword (normalized/stripped):
ομευνος
IDX:
23092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23115
Key:
o(/meunos

Data

{'content': 'ὅμευνος\n ὅμ-ευνος, ον,\n εὐνη\n a partner of the bed, consort, both of the man and woman, Anth.', 'key': 'o(/meunos'}