Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὅμασπις
ὁμαῦλαξ
ὁμαυλία
ὅμαυλος
ὀμβρέω
ὄμβριος
ὀμβροδόκος
ὀμβροκτύπος
ὄμβρος
ὀμβροφόρος
ὁμείρομαι
ὅμευνος
ὁμέψιος
ὁμηγερής
ὁμηγυρής
ὁμηγυρίζομαι
ὁμήγυρις
ὁμηλικία
ὁμῆλιξ
ὁμηρεία
Ὁμήρειον
View word page
ὁμείρομαι
ὁμείρομαι ὁμείρομαι, = ἱμείρομαι, NTest.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὁμείρομαι
Headword (normalized):
ὁμείρομαι
Headword (normalized/stripped):
ομειρομαι
IDX:
23091
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23114
Key:
o(mei/romai
Data
{'content': 'ὁμείρομαι\n ὁμείρομαι,\n = ἱμείρομαι, NTest.', 'key': 'o(mei/romai'}