Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὁμαλότης
ὁμαρτέω
ὁμαρτῇ
ὅμασπις
ὁμαῦλαξ
ὁμαυλία
ὅμαυλος
ὀμβρέω
ὄμβριος
ὀμβροδόκος
ὀμβροκτύπος
ὄμβρος
ὀμβροφόρος
ὁμείρομαι
ὅμευνος
ὁμέψιος
ὁμηγερής
ὁμηγυρής
ὁμηγυρίζομαι
ὁμήγυρις
ὁμηλικία
View word page
ὀμβροκτύπος
ὀμβροκτύπος ὀμβρο-κτύπος (ῠ), ον, sounding with rain, Aesch.

ShortDef

sounding with rain

Debugging

Headword:
ὀμβροκτύπος
Headword (normalized):
ὀμβροκτύπος
Headword (normalized/stripped):
ομβροκτυπος
IDX:
23088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23111
Key:
o)mbroktu/pos

Data

{'content': 'ὀμβροκτύπος\n ὀμβρο-κτύπος (ῠ), ον,\n sounding with rain, Aesch.', 'key': 'o)mbroktu/pos'}