Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀναλαλάζω
ἀναλαμβάνω
ἀναλάμπω
ἀναλγησία
ἀναλγής
ἀνάλγητος
ἀναλδής
ἀναλέγω
ἀναλείχω
ἀνάληψις
ἀναλθής
ἀνάλιος
ἀνάλιπος
ἀναλίσκω
ἀνάλκεια
ἄναλκις
ἀνάλλομαι
ἄναλμος
ἀναλογία
ἀναλογίζομαι
ἀναλογισμός
View word page
ἀναλθής
ἀναλθής ἄλθομαι powerless to heal, Bion.

ShortDef

powerless to heal

Debugging

Headword:
ἀναλθής
Headword (normalized):
ἀναλθής
Headword (normalized/stripped):
αναλθης
IDX:
2310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2311
Key:
a)nalqh/s

Data

{'content': 'ἀναλθής\n ἄλθομαι\n powerless to heal, Bion.', 'key': 'a)nalqh/s'}