Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὁμαλίζω
ὁμαλός
ὁμαλότης
ὁμαρτέω
ὁμαρτῇ
ὅμασπις
ὁμαῦλαξ
ὁμαυλία
ὅμαυλος
ὀμβρέω
ὄμβριος
ὀμβροδόκος
ὀμβροκτύπος
ὄμβρος
ὀμβροφόρος
ὁμείρομαι
ὅμευνος
ὁμέψιος
ὁμηγερής
ὁμηγυρής
ὁμηγυρίζομαι
View word page
ὄμβριος
ὄμβριος ὄμβριος, ον, ὄμβρος rainy, of rain, ὕδωρ ὄμβριον rain water, Hdt.; ὀμβρία χάλαζα Soph.; νέφος Ar.

ShortDef

rainy, of rain

Debugging

Headword:
ὄμβριος
Headword (normalized):
ὄμβριος
Headword (normalized/stripped):
ομβριος
IDX:
23086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23109
Key:
o)/mbrios

Data

{'content': 'ὄμβριος\n ὄμβριος, ον,\n ὄμβρος\n rainy, of rain, ὕδωρ ὄμβριον rain water, Hdt.; ὀμβρία χάλαζα Soph.; νέφος Ar.', 'key': 'o)/mbrios'}