Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὁμαλής
ὁμαλίζω
ὁμαλός
ὁμαλότης
ὁμαρτέω
ὁμαρτῇ
ὅμασπις
ὁμαῦλαξ
ὁμαυλία
ὅμαυλος
ὀμβρέω
ὄμβριος
ὀμβροδόκος
ὀμβροκτύπος
ὄμβρος
ὀμβροφόρος
ὁμείρομαι
ὅμευνος
ὁμέψιος
ὁμηγερής
ὁμηγυρής
View word page
ὀμβρέω
ὀμβρέω ὀμβρέω, fut. -ήσω ὄμβρος to rain, μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός when Zeus sends the autumn rains, Hes. trans. to bedew, Anth.

ShortDef

to rain

Debugging

Headword:
ὀμβρέω
Headword (normalized):
ὀμβρέω
Headword (normalized/stripped):
ομβρεω
IDX:
23085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23108
Key:
o)mbre/w

Data

{'content': 'ὀμβρέω\n ὀμβρέω,\n fut. -ήσω\n ὄμβρος\n to rain, μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός when Zeus sends the autumn rains, Hes.\n trans. to bedew, Anth.', 'key': 'o)mbre/w'}