Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὁμαιχμία
ὅμαιχμος
ὁμαλής
ὁμαλίζω
ὁμαλός
ὁμαλότης
ὁμαρτέω
ὁμαρτῇ
ὅμασπις
ὁμαῦλαξ
ὁμαυλία
ὅμαυλος
ὀμβρέω
ὄμβριος
ὀμβροδόκος
ὀμβροκτύπος
ὄμβρος
ὀμβροφόρος
ὁμείρομαι
ὅμευνος
ὁμέψιος
View word page
ὁμαυλία
ὁμαυλία ὁμαυλία, ἡ, a dwelling together, σύζυγοι ὁμ. wedded unions, Aesch. from ὅμαυλος

ShortDef

a dwelling together

Debugging

Headword:
ὁμαυλία
Headword (normalized):
ὁμαυλία
Headword (normalized/stripped):
ομαυλια
IDX:
23083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23106
Key:
o(mauli/a

Data

{'content': 'ὁμαυλία\n ὁμαυλία, ἡ,\n a dwelling together, σύζυγοι ὁμ. wedded unions, Aesch.\n from ὅμαυλος', 'key': 'o(mauli/a'}