Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ὀλύμπιος
Ὄλυμπόνδε
Ὄλυμπος
Ὀλυνθιακός
ὄλυνθος
ὄλυρα
ὁμαδέω
ὅμαδος
ὁμαίμιος
ὅμαιμος
ὁμαιμοσύνη
ὁμαίμων
ὁμαιχμία
ὅμαιχμος
ὁμαλής
ὁμαλίζω
ὁμαλός
ὁμαλότης
ὁμαρτέω
ὁμαρτῇ
ὅμασπις
View word page
ὁμαιμοσύνη
ὁμαιμοσύνη from ὅμαιμος ὁμαιμοσύνη, ἡ, blood-relationship, Anth.

ShortDef

blood-relationship

Debugging

Headword:
ὁμαιμοσύνη
Headword (normalized):
ὁμαιμοσύνη
Headword (normalized/stripped):
ομαιμοσυνη
IDX:
23071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23094
Key:
o(maimosu/nh

Data

{'content': 'ὁμαιμοσύνη\n from ὅμαιμος\n ὁμαιμοσύνη, ἡ,\n blood-relationship, Anth.', 'key': 'o(maimosu/nh'}