Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνακῶς
ἀναλάζομαι
ἀναλαλάζω
ἀναλαμβάνω
ἀναλάμπω
ἀναλγησία
ἀναλγής
ἀνάλγητος
ἀναλδής
ἀναλέγω
ἀναλείχω
ἀνάληψις
ἀναλθής
ἀνάλιος
ἀνάλιπος
ἀναλίσκω
ἀνάλκεια
ἄναλκις
ἀνάλλομαι
ἄναλμος
ἀναλογία
View word page
ἀναλείχω
ἀναλείχω to lick up, τὸ αἷμα Hdt.

ShortDef

to lick up

Debugging

Headword:
ἀναλείχω
Headword (normalized):
ἀναλείχω
Headword (normalized/stripped):
αναλειχω
IDX:
2308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2309
Key:
a)nalei/xw

Data

{'content': 'ἀναλείχω\n to lick up, τὸ αἷμα Hdt.', 'key': 'a)nalei/xw'}