Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ὀλύμπια
Ὀλυμπίασι
Ὀλυμπιάς
Ὀλυμπιεῖον
Ὀλυμπικός
Ὀλυμπιονίκης
Ὀλύμπιος
Ὄλυμπόνδε
Ὄλυμπος
Ὀλυνθιακός
ὄλυνθος
ὄλυρα
ὁμαδέω
ὅμαδος
ὁμαίμιος
ὅμαιμος
ὁμαιμοσύνη
ὁμαίμων
ὁμαιχμία
ὅμαιχμος
ὁμαλής
View word page
ὄλυνθος
ὄλυνθος ὄλυνθος, ὁ, a winter-fig which seldom ripens, an untimely fig, Lat. grossus, Hdt. deriv. uncertain

ShortDef

a winter-fig
Olynthus

Debugging

Headword:
ὄλυνθος
Headword (normalized):
ὄλυνθος
Headword (normalized/stripped):
ολυνθος
IDX:
23065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23088
Key:
o)/lunqos

Data

{'content': 'ὄλυνθος\n ὄλυνθος, ὁ,\n a winter-fig which seldom ripens, an untimely fig, Lat. grossus, Hdt.\n deriv. uncertain', 'key': 'o)/lunqos'}