Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ὀλυμπία
Ὀλύμπια
Ὀλυμπίασι
Ὀλυμπιάς
Ὀλυμπιεῖον
Ὀλυμπικός
Ὀλυμπιονίκης
Ὀλύμπιος
Ὄλυμπόνδε
Ὄλυμπος
Ὀλυνθιακός
ὄλυνθος
ὄλυρα
ὁμαδέω
ὅμαδος
ὁμαίμιος
ὅμαιμος
ὁμαιμοσύνη
ὁμαίμων
ὁμαιχμία
ὅμαιχμος
View word page
Ὀλυνθιακός
Ὀλυνθιακός Ὀλυνθιακός, ή, όν of or relating to Olynthus (in Chalcidice), Dem.

ShortDef

of or relating to Olynthus

Debugging

Headword:
Ὀλυνθιακός
Headword (normalized):
ὀλυνθιακός
Headword (normalized/stripped):
ολυνθιακος
IDX:
23064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23087
Key:
*)olunqiako/s

Data

{'content': 'Ὀλυνθιακός\n Ὀλυνθιακός, ή, όν\n of or relating to Olynthus (in Chalcidice), Dem.', 'key': '*)olunqiako/s'}