Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὄλπις
Ὀλυμπίαζε
Ὀλυμπιακός
Ὀλυμπία
Ὀλύμπια
Ὀλυμπίασι
Ὀλυμπιάς
Ὀλυμπιεῖον
Ὀλυμπικός
Ὀλυμπιονίκης
Ὀλύμπιος
Ὄλυμπόνδε
Ὄλυμπος
Ὀλυνθιακός
ὄλυνθος
ὄλυρα
ὁμαδέω
ὅμαδος
ὁμαίμιος
ὅμαιμος
ὁμαιμοσύνη
View word page
Ὀλύμπιος
Ὀλύμπιος Ὀλύμπιος, ον, Olympian, of Olympus, dwelling on Olympus, Hom., etc.; Zeus is called simple Ὀλύμπιος in Hom.; Ζεὺς πατὴρ Ὀλ. Soph.; ὁ Ζεὺς ὁ Ὀλ. Thuc.

ShortDef

Olympian, of Olympus, dwelling on Olympus

Debugging

Headword:
Ὀλύμπιος
Headword (normalized):
ὀλύμπιος
Headword (normalized/stripped):
ολυμπιος
IDX:
23061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23084
Key:
*)olu/mpios

Data

{'content': 'Ὀλύμπιος\n Ὀλύμπιος, ον,\n Olympian, of Olympus, dwelling on Olympus, Hom., etc.; Zeus is called simple Ὀλύμπιος in Hom.; Ζεὺς πατὴρ Ὀλ. Soph.; ὁ Ζεὺς ὁ Ὀλ. Thuc.', 'key': '*)olu/mpios'}