Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὄλπη
ὄλπις
Ὀλυμπίαζε
Ὀλυμπιακός
Ὀλυμπία
Ὀλύμπια
Ὀλυμπίασι
Ὀλυμπιάς
Ὀλυμπιεῖον
Ὀλυμπικός
Ὀλυμπιονίκης
Ὀλύμπιος
Ὄλυμπόνδε
Ὄλυμπος
Ὀλυνθιακός
ὄλυνθος
ὄλυρα
ὁμαδέω
ὅμαδος
ὁμαίμιος
ὅμαιμος
View word page
Ὀλυμπιονίκης
Ὀλυμπιονίκης νικάω a conqueror in the Olympic games, Pind. as adj., Ὀλ. ὕμνος Pind.
ShortDef
a conqueror in the Olympic games
Debugging
Headword:
Ὀλυμπιονίκης
Headword (normalized):
ὀλυμπιονίκης
Headword (normalized/stripped):
ολυμπιονικης
IDX:
23060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23083
Key:
*)olumpioni/khs
Data
{'content': 'Ὀλυμπιονίκης\n νικάω\n a conqueror in the Olympic games, Pind.\n as adj., Ὀλ. ὕμνος Pind.', 'key': '*)olumpioni/khs'}