Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀλοφώϊος
ὄλπη
ὄλπις
Ὀλυμπίαζε
Ὀλυμπιακός
Ὀλυμπία
Ὀλύμπια
Ὀλυμπίασι
Ὀλυμπιάς
Ὀλυμπιεῖον
Ὀλυμπικός
Ὀλυμπιονίκης
Ὀλύμπιος
Ὄλυμπόνδε
Ὄλυμπος
Ὀλυνθιακός
ὄλυνθος
ὄλυρα
ὁμαδέω
ὅμαδος
ὁμαίμιος
View word page
Ὀλυμπικός
Ὀλυμπικός Ὀλυμπικός, ή, όν of Olympus, Hdt. of Olympia, Olympic, ὁ Ὀλ. ἀγών the Olympic games, Ar.

ShortDef

of Olympus

Debugging

Headword:
Ὀλυμπικός
Headword (normalized):
ὀλυμπικός
Headword (normalized/stripped):
ολυμπικος
IDX:
23059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23082
Key:
*)olumpiko/s

Data

{'content': 'Ὀλυμπικός\n Ὀλυμπικός, ή, όν\n of Olympus, Hdt.\n of Olympia, Olympic, ὁ Ὀλ. ἀγών the Olympic games, Ar.', 'key': '*)olumpiko/s'}