Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀλοφυγδών
ὀλοφυδνός
ὀλοφυρμός
ὀλοφύρομαι
ὀλόφυρσις
ὀλοφυρτικός
ὀλοφώϊος
ὄλπη
ὄλπις
Ὀλυμπίαζε
Ὀλυμπιακός
Ὀλυμπία
Ὀλύμπια
Ὀλυμπίασι
Ὀλυμπιάς
Ὀλυμπιεῖον
Ὀλυμπικός
Ὀλυμπιονίκης
Ὀλύμπιος
Ὄλυμπόνδε
Ὄλυμπος
View word page
Ὀλυμπιακός
Ὀλυμπιακός Ὀλυμπιακός, ή, όν Olympian, Thuc., Xen.

ShortDef

Olympian

Debugging

Headword:
Ὀλυμπιακός
Headword (normalized):
ὀλυμπιακός
Headword (normalized/stripped):
ολυμπιακος
IDX:
23053
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23076
Key:
*o)lumpiako/s

Data

{'content': 'Ὀλυμπιακός\n Ὀλυμπιακός, ή, όν\n Olympian, Thuc., Xen.', 'key': '*o)lumpiako/s'}