Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὁλοσχερής
ὁλόσχοινος
ὀλοφυγδών
ὀλοφυδνός
ὀλοφυρμός
ὀλοφύρομαι
ὀλόφυρσις
ὀλοφυρτικός
ὀλοφώϊος
ὄλπη
ὄλπις
Ὀλυμπίαζε
Ὀλυμπιακός
Ὀλυμπία
Ὀλύμπια
Ὀλυμπίασι
Ὀλυμπιάς
Ὀλυμπιεῖον
Ὀλυμπικός
Ὀλυμπιονίκης
Ὀλύμπιος
View word page
ὄλπις
ὄλπις = ὄλπη, Theocr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὄλπις
Headword (normalized):
ὄλπις
Headword (normalized/stripped):
ολπις
IDX:
23051
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23074
Key:
o)/lpis

Data

{'content': 'ὄλπις\n = ὄλπη, Theocr.', 'key': 'o)/lpis'}