Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνακύπτω
ἀνακωκύω
ἀνακῶς
ἀναλάζομαι
ἀναλαλάζω
ἀναλαμβάνω
ἀναλάμπω
ἀναλγησία
ἀναλγής
ἀνάλγητος
ἀναλδής
ἀναλέγω
ἀναλείχω
ἀνάληψις
ἀναλθής
ἀνάλιος
ἀνάλιπος
ἀναλίσκω
ἀνάλκεια
ἄναλκις
ἀνάλλομαι
View word page
ἀναλδής
ἀναλδής ἀλδαίνω not thriving, feeble, Ar.
ShortDef
not thriving, feeble
Debugging
Headword:
ἀναλδής
Headword (normalized):
ἀναλδής
Headword (normalized/stripped):
αναλδης
IDX:
2306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2307
Key:
a)naldh/s
Data
{'content': 'ἀναλδής\n ἀλδαίνω\n not thriving, feeble, Ar.', 'key': 'a)naldh/s'}