Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀλοόφρων
ὁλοπόρφυρος
ὀλόπτω
ὀλός
ὁλοσφύρατος
ὁλοσχέρεια
ὁλοσχερής
ὁλόσχοινος
ὀλοφυγδών
ὀλοφυδνός
ὀλοφυρμός
ὀλοφύρομαι
ὀλόφυρσις
ὀλοφυρτικός
ὀλοφώϊος
ὄλπη
ὄλπις
Ὀλυμπίαζε
Ὀλυμπιακός
Ὀλυμπία
Ὀλύμπια
View word page
ὀλοφυρμός
ὀλοφυρμός ὀλοφυρμός, οῦ, ὁ, lamentation, Ar., Thuc., etc. from ὀλοφύρομαι
ShortDef
lamentation
Debugging
Headword:
ὀλοφυρμός
Headword (normalized):
ὀλοφυρμός
Headword (normalized/stripped):
ολοφυρμος
IDX:
23045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23068
Key:
o)lofurmo/s
Data
{'content': 'ὀλοφυρμός\n ὀλοφυρμός, οῦ, ὁ,\n lamentation, Ar., Thuc., etc.\n from ὀλοφύρομαι', 'key': 'o)lofurmo/s'}