Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀλοοίτροχος
ὀλοός
ὀλοόφρων
ὁλοπόρφυρος
ὀλόπτω
ὀλός
ὁλοσφύρατος
ὁλοσχέρεια
ὁλοσχερής
ὁλόσχοινος
ὀλοφυγδών
ὀλοφυδνός
ὀλοφυρμός
ὀλοφύρομαι
ὀλόφυρσις
ὀλοφυρτικός
ὀλοφώϊος
ὄλπη
ὄλπις
Ὀλυμπίαζε
Ὀλυμπιακός
View word page
ὀλοφυγδών
ὀλοφυγδών ὀλοφυγδών, όνος, ἡ, = ὀλοφλυκτίς, Theocr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀλοφυγδών
Headword (normalized):
ὀλοφυγδών
Headword (normalized/stripped):
ολοφυγδων
IDX:
23043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23066
Key:
o)lofugdw/n

Data

{'content': 'ὀλοφυγδών\n ὀλοφυγδών, όνος, ἡ,\n = ὀλοφλυκτίς, Theocr.', 'key': 'o)lofugdw/n'}