Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὁλόκληρος
ὀλολυγή
ὀλόλυγμα
ὀλολυγμός
ὀλολυγών
ὀλολύζω
ὅλος
ὀλοοίτροχος
ὀλοός
ὀλοόφρων
ὁλοπόρφυρος
ὀλόπτω
ὀλός
ὁλοσφύρατος
ὁλοσχέρεια
ὁλοσχερής
ὁλόσχοινος
ὀλοφυγδών
ὀλοφυδνός
ὀλοφυρμός
ὀλοφύρομαι
View word page
ὁλοπόρφυρος
ὁλοπόρφυρος ὁλο-πόρφῠρος, ον, πορφύρα all-purple, Xen.
ShortDef
all-purple
Debugging
Headword:
ὁλοπόρφυρος
Headword (normalized):
ὁλοπόρφυρος
Headword (normalized/stripped):
ολοπορφυρος
IDX:
23036
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23059
Key:
o(lopo/rfuros
Data
{'content': 'ὁλοπόρφυρος\n ὁλο-πόρφῠρος, ον,\n πορφύρα\n all-purple, Xen.', 'key': 'o(lopo/rfuros'}