Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀλοθρευτής
ὀλοθρεύω
ὀλοιός
ὀλοίτροχος
ὁλοκαυτέω
ὁλοκαύτωμα
ὁλοκληρία
ὁλόκληρος
ὀλολυγή
ὀλόλυγμα
ὀλολυγμός
ὀλολυγών
ὀλολύζω
ὅλος
ὀλοοίτροχος
ὀλοός
ὀλοόφρων
ὁλοπόρφυρος
ὀλόπτω
ὀλός
ὁλοσφύρατος
View word page
ὀλολυγμός
ὀλολυγμός ὀλολυγμός, οῦ, ὁ, ὀλολύζω a loud crying, mostly a joyous cry, in honour of the gods, Aesch., Eur.;—rarely of lamentation, Aesch.
ShortDef
a loud crying
Debugging
Headword:
ὀλολυγμός
Headword (normalized):
ὀλολυγμός
Headword (normalized/stripped):
ολολυγμος
IDX:
23029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23052
Key:
o)lolugmo/s
Data
{'content': 'ὀλολυγμός\n ὀλολυγμός, οῦ, ὁ,\n ὀλολύζω\n a loud crying, mostly a joyous cry, in honour of the gods, Aesch., Eur.;—rarely of lamentation, Aesch.', 'key': 'o)lolugmo/s'}