Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὅλμος
ὀλοθρευτής
ὀλοθρεύω
ὀλοιός
ὀλοίτροχος
ὁλοκαυτέω
ὁλοκαύτωμα
ὁλοκληρία
ὁλόκληρος
ὀλολυγή
ὀλόλυγμα
ὀλολυγμός
ὀλολυγών
ὀλολύζω
ὅλος
ὀλοοίτροχος
ὀλοός
ὀλοόφρων
ὁλοπόρφυρος
ὀλόπτω
ὀλός
View word page
ὀλόλυγμα
ὀλόλυγμα ὀλόλυγμα, ατος, τό, ὀλολύζω a loud cry, mostly of joy, Eur.

ShortDef

a loud cry

Debugging

Headword:
ὀλόλυγμα
Headword (normalized):
ὀλόλυγμα
Headword (normalized/stripped):
ολολυγμα
IDX:
23028
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23051
Key:
o)lo/lugma

Data

{'content': 'ὀλόλυγμα\n ὀλόλυγμα, ατος, τό,\n ὀλολύζω\n a loud cry, mostly of joy, Eur.', 'key': 'o)lo/lugma'}