Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὁλμοποιός
ὅλμος
ὀλοθρευτής
ὀλοθρεύω
ὀλοιός
ὀλοίτροχος
ὁλοκαυτέω
ὁλοκαύτωμα
ὁλοκληρία
ὁλόκληρος
ὀλολυγή
ὀλόλυγμα
ὀλολυγμός
ὀλολυγών
ὀλολύζω
ὅλος
ὀλοοίτροχος
ὀλοός
ὀλοόφρων
ὁλοπόρφυρος
ὀλόπτω
View word page
ὀλολυγή
ὀλολυγή ὀλολῡγή, ἡ, ὀλολύζω any loud cry, mostly of a joyous kind (unlike Lat. ululatus), used by women invoking a god, Il., Hdt., etc.

ShortDef

any loud cry

Debugging

Headword:
ὀλολυγή
Headword (normalized):
ὀλολυγή
Headword (normalized/stripped):
ολολυγη
IDX:
23027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23050
Key:
o)lolugh/

Data

{'content': 'ὀλολυγή\n ὀλολῡγή, ἡ,\n ὀλολύζω\n any loud cry, mostly of a joyous kind (unlike Lat. ululatus), used by women invoking a god, Il., Hdt., etc.', 'key': 'o)lolugh/'}