Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνακυκλόω
ἀνακυμβαλιάζω
ἀνακύπτω
ἀνακωκύω
ἀνακῶς
ἀναλάζομαι
ἀναλαλάζω
ἀναλαμβάνω
ἀναλάμπω
ἀναλγησία
ἀναλγής
ἀνάλγητος
ἀναλδής
ἀναλέγω
ἀναλείχω
ἀνάληψις
ἀναλθής
ἀνάλιος
ἀνάλιπος
ἀναλίσκω
ἀνάλκεια
View word page
ἀναλγής
ἀναλγής = ἀνάλγητος painless, Plut.
ShortDef
painless
Debugging
Headword:
ἀναλγής
Headword (normalized):
ἀναλγής
Headword (normalized/stripped):
αναλγης
IDX:
2304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2305
Key:
a)nalgh/s
Data
{'content': 'ἀναλγής\n = ἀνάλγητος\n painless, Plut.', 'key': 'a)nalgh/s'}