Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὄλλυμι
ὁλμοποιός
ὅλμος
ὀλοθρευτής
ὀλοθρεύω
ὀλοιός
ὀλοίτροχος
ὁλοκαυτέω
ὁλοκαύτωμα
ὁλοκληρία
ὁλόκληρος
ὀλολυγή
ὀλόλυγμα
ὀλολυγμός
ὀλολυγών
ὀλολύζω
ὅλος
ὀλοοίτροχος
ὀλοός
ὀλοόφρων
ὁλοπόρφυρος
View word page
ὁλόκληρος
ὁλόκληρος ὁλό-κληρος, ον, complete in all parts, entire, perfect, Lat. integer, Plat., etc.

ShortDef

complete in all parts, entire, perfect

Debugging

Headword:
ὁλόκληρος
Headword (normalized):
ὁλόκληρος
Headword (normalized/stripped):
ολοκληρος
IDX:
23026
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23049
Key:
o(lo/klhros

Data

{'content': 'ὁλόκληρος\n ὁλό-κληρος, ον,\n complete in all parts, entire, perfect, Lat. integer, Plat., etc.', 'key': 'o(lo/klhros'}