Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὄλισθος
ὁλκάς
ὁλκή
ὁλκίον
ὁλκός
ὁλκός2
ὄλλυμι
ὁλμοποιός
ὅλμος
ὀλοθρευτής
ὀλοθρεύω
ὀλοιός
ὀλοίτροχος
ὁλοκαυτέω
ὁλοκαύτωμα
ὁλοκληρία
ὁλόκληρος
ὀλολυγή
ὀλόλυγμα
ὀλολυγμός
ὀλολυγών
View word page
ὀλοθρεύω
ὀλοθρεύω ὀλοθρεύω, to destroy utterly, NTest. deriv. uncertain

ShortDef

to destroy utterly

Debugging

Headword:
ὀλοθρεύω
Headword (normalized):
ὀλοθρεύω
Headword (normalized/stripped):
ολοθρευω
IDX:
23020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23043
Key:
o)loqreu/w

Data

{'content': 'ὀλοθρεύω\n ὀλοθρεύω,\n to destroy utterly, NTest.\n deriv. uncertain', 'key': 'o)loqreu/w'}