Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀλίγωρος
ὀλισθάνω
ὀλισθήεις
ὄλισθος
ὁλκάς
ὁλκή
ὁλκίον
ὁλκός
ὁλκός2
ὄλλυμι
ὁλμοποιός
ὅλμος
ὀλοθρευτής
ὀλοθρεύω
ὀλοιός
ὀλοίτροχος
ὁλοκαυτέω
ὁλοκαύτωμα
ὁλοκληρία
ὁλόκληρος
ὀλολυγή
View word page
ὁλμοποιός
ὁλμοποιός ὁλμο-ποιός, οῦ, ὁ, ποιέω a maker of mortars, Arist.
ShortDef
a maker of mortars
Debugging
Headword:
ὁλμοποιός
Headword (normalized):
ὁλμοποιός
Headword (normalized/stripped):
ολμοποιος
IDX:
23017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23040
Key:
o(lmopoio/s
Data
{'content': 'ὁλμοποιός\n ὁλμο-ποιός, οῦ, ὁ,\n ποιέω\n a maker of mortars, Arist.', 'key': 'o(lmopoio/s'}