Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀλιγοχρόνιος
ὀλιγόψυχος
ὀλιγωρέω
ὀλιγωρία
ὀλίγωρος
ὀλισθάνω
ὀλισθήεις
ὄλισθος
ὁλκάς
ὁλκή
ὁλκίον
ὁλκός
ὁλκός2
ὄλλυμι
ὁλμοποιός
ὅλμος
ὀλοθρευτής
ὀλοθρεύω
ὀλοιός
ὀλοίτροχος
ὁλοκαυτέω
View word page
ὁλκίον
ὁλκίον ὁλκίον, ου, τό, ἕλκω a bowl or basin, Plut.
ShortDef
a bowl
Debugging
Headword:
ὁλκίον
Headword (normalized):
ὁλκίον
Headword (normalized/stripped):
ολκιον
IDX:
23013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23036
Key:
o(lki/on
Data
{'content': 'ὁλκίον\n ὁλκίον, ου, τό,\n ἕλκω\n a bowl or basin, Plut.', 'key': 'o(lki/on'}