Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀλιγοστός
ὀλιγότης
ὀλιγοφιλία
ὀλιγοχρόνιος
ὀλιγόψυχος
ὀλιγωρέω
ὀλιγωρία
ὀλίγωρος
ὀλισθάνω
ὀλισθήεις
ὄλισθος
ὁλκάς
ὁλκή
ὁλκίον
ὁλκός
ὁλκός2
ὄλλυμι
ὁλμοποιός
ὅλμος
ὀλοθρευτής
ὀλοθρεύω
View word page
ὄλισθος
ὄλισθος ὄλισθος, ὁ, slipperiness, Luc. = a slip, Luc.
ShortDef
slipperiness
Debugging
Headword:
ὄλισθος
Headword (normalized):
ὄλισθος
Headword (normalized/stripped):
ολισθος
IDX:
23010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23033
Key:
o)/lisqos
Data
{'content': 'ὄλισθος\n ὄλισθος, ὁ,\n slipperiness, Luc.\n = a slip, Luc.', 'key': 'o)/lisqos'}