Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀλιγόσιτος
ὀλίγος
ὀλιγοστιχία
ὀλιγόστιχος
ὀλιγοστός
ὀλιγότης
ὀλιγοφιλία
ὀλιγοχρόνιος
ὀλιγόψυχος
ὀλιγωρέω
ὀλιγωρία
ὀλίγωρος
ὀλισθάνω
ὀλισθήεις
ὄλισθος
ὁλκάς
ὁλκή
ὁλκίον
ὁλκός
ὁλκός2
ὄλλυμι
View word page
ὀλιγωρία
ὀλιγωρία from ὀλῐγωρέω ὀλῐγωρία, ἡ, an esteeming lightly, slighting, contempt, Hdt., Thuc., etc. negligence, ap. Dem.
ShortDef
an esteeming lightly, slighting, contempt
Debugging
Headword:
ὀλιγωρία
Headword (normalized):
ὀλιγωρία
Headword (normalized/stripped):
ολιγωρια
IDX:
23006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23029
Key:
o)ligwri/a
Data
{'content': 'ὀλιγωρία\n from ὀλῐγωρέω\n ὀλῐγωρία, ἡ,\n an esteeming lightly, slighting, contempt, Hdt., Thuc., etc.\n negligence, ap. Dem.', 'key': 'o)ligwri/a'}