Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀλιγόσαρκος
ὀλιγοσιτία
ὀλιγόσιτος
ὀλίγος
ὀλιγοστιχία
ὀλιγόστιχος
ὀλιγοστός
ὀλιγότης
ὀλιγοφιλία
ὀλιγοχρόνιος
ὀλιγόψυχος
ὀλιγωρέω
ὀλιγωρία
ὀλίγωρος
ὀλισθάνω
ὀλισθήεις
ὄλισθος
ὁλκάς
ὁλκή
ὁλκίον
ὁλκός
View word page
ὀλιγόψυχος
ὀλιγόψυχος ὀλῐγό-ψῡχος, ον, ψυχή faint-hearted, NTest.
ShortDef
faint-hearted
Debugging
Headword:
ὀλιγόψυχος
Headword (normalized):
ὀλιγόψυχος
Headword (normalized/stripped):
ολιγοψυχος
IDX:
23004
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23027
Key:
o)ligo/yuxos
Data
{'content': 'ὀλιγόψυχος\n ὀλῐγό-ψῡχος, ον,\n ψυχή\n faint-hearted, NTest.', 'key': 'o)ligo/yuxos'}