Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀλιγόπιστος
ὀλιγόσαρκος
ὀλιγοσιτία
ὀλιγόσιτος
ὀλίγος
ὀλιγοστιχία
ὀλιγόστιχος
ὀλιγοστός
ὀλιγότης
ὀλιγοφιλία
ὀλιγοχρόνιος
ὀλιγόψυχος
ὀλιγωρέω
ὀλιγωρία
ὀλίγωρος
ὀλισθάνω
ὀλισθήεις
ὄλισθος
ὁλκάς
ὁλκή
ὁλκίον
View word page
ὀλιγοχρόνιος
ὀλιγοχρόνιος ὀλῐγο-χρόνιος, ον, χρόνος lasting or living but little time, of short duration, Theogn., Hdt., etc.
ShortDef
lasting
Debugging
Headword:
ὀλιγοχρόνιος
Headword (normalized):
ὀλιγοχρόνιος
Headword (normalized/stripped):
ολιγοχρονιος
IDX:
23003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23026
Key:
o)ligoxro/nios
Data
{'content': 'ὀλιγοχρόνιος\n ὀλῐγο-χρόνιος, ον,\n χρόνος\n lasting or living but little time, of short duration, Theogn., Hdt., etc.', 'key': 'o)ligoxro/nios'}