Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀλιγοετία
ὀλιγόξυλος
ὀλιγόπιστος
ὀλιγόσαρκος
ὀλιγοσιτία
ὀλιγόσιτος
ὀλίγος
ὀλιγοστιχία
ὀλιγόστιχος
ὀλιγοστός
ὀλιγότης
ὀλιγοφιλία
ὀλιγοχρόνιος
ὀλιγόψυχος
ὀλιγωρέω
ὀλιγωρία
ὀλίγωρος
ὀλισθάνω
ὀλισθήεις
ὄλισθος
ὁλκάς
View word page
ὀλιγότης
ὀλιγότης ὀλῐγότης, ητος, ἡ, ὀλίγος of Number, fewness, Plat. of Amount, smallness, scantiness:—of Time, shortness, Plat.
ShortDef
fewness
Debugging
Headword:
ὀλιγότης
Headword (normalized):
ὀλιγότης
Headword (normalized/stripped):
ολιγοτης
IDX:
23001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23024
Key:
o)ligo/ths
Data
{'content': 'ὀλιγότης\n ὀλῐγότης, ητος, ἡ,\n ὀλίγος\n of Number, fewness, Plat.\n of Amount, smallness, scantiness:—of Time, shortness, Plat.', 'key': 'o)ligo/ths'}