Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀλιγοδρανής
ὀλιγοδρανία
ὀλιγοετία
ὀλιγόξυλος
ὀλιγόπιστος
ὀλιγόσαρκος
ὀλιγοσιτία
ὀλιγόσιτος
ὀλίγος
ὀλιγοστιχία
ὀλιγόστιχος
ὀλιγοστός
ὀλιγότης
ὀλιγοφιλία
ὀλιγοχρόνιος
ὀλιγόψυχος
ὀλιγωρέω
ὀλιγωρία
ὀλίγωρος
ὀλισθάνω
ὀλισθήεις
View word page
ὀλιγόστιχος
ὀλιγόστιχος ὀλῐγό-στῐχος, ον, consisting of few lines.
ShortDef
consisting of few lines
Debugging
Headword:
ὀλιγόστιχος
Headword (normalized):
ὀλιγόστιχος
Headword (normalized/stripped):
ολιγοστιχος
IDX:
22999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23022
Key:
o)ligo/stixos
Data
{'content': 'ὀλιγόστιχος\n ὀλῐγό-στῐχος, ον,\n consisting of few lines.', 'key': 'o)ligo/stixos'}