Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀλιγογονία
ὀλιγόγονος
ὀλιγοδρανέω
ὀλιγοδρανής
ὀλιγοδρανία
ὀλιγοετία
ὀλιγόξυλος
ὀλιγόπιστος
ὀλιγόσαρκος
ὀλιγοσιτία
ὀλιγόσιτος
ὀλίγος
ὀλιγοστιχία
ὀλιγόστιχος
ὀλιγοστός
ὀλιγότης
ὀλιγοφιλία
ὀλιγοχρόνιος
ὀλιγόψυχος
ὀλιγωρέω
ὀλιγωρία
View word page
ὀλιγόσιτος
ὀλιγόσιτος ὀλῐγό-σῑτος, ον, eating little.

ShortDef

eating little

Debugging

Headword:
ὀλιγόσιτος
Headword (normalized):
ὀλιγόσιτος
Headword (normalized/stripped):
ολιγοσιτος
IDX:
22996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23019
Key:
o)ligo/sitos

Data

{'content': 'ὀλιγόσιτος\n ὀλῐγό-σῑτος, ον,\n eating little.', 'key': 'o)ligo/sitos'}