Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀλίγιστος
ὀλιγογονία
ὀλιγόγονος
ὀλιγοδρανέω
ὀλιγοδρανής
ὀλιγοδρανία
ὀλιγοετία
ὀλιγόξυλος
ὀλιγόπιστος
ὀλιγόσαρκος
ὀλιγοσιτία
ὀλιγόσιτος
ὀλίγος
ὀλιγοστιχία
ὀλιγόστιχος
ὀλιγοστός
ὀλιγότης
ὀλιγοφιλία
ὀλιγοχρόνιος
ὀλιγόψυχος
ὀλιγωρέω
View word page
ὀλιγοσιτία
ὀλιγοσιτία ὀλῐγοσῑτία, ἡ, small eating, moderation in food, Arist.

ShortDef

small eating, moderation in food

Debugging

Headword:
ὀλιγοσιτία
Headword (normalized):
ὀλιγοσιτία
Headword (normalized/stripped):
ολιγοσιτια
IDX:
22995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23018
Key:
o)ligositi/a

Data

{'content': 'ὀλιγοσιτία\n ὀλῐγοσῑτία, ἡ,\n small eating, moderation in food, Arist.', 'key': 'o)ligositi/a'}